καινίσει

καινίσει
καίνισις
renovation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
καινίσεϊ , καίνισις
renovation
fem dat sg (epic)
καίνισις
renovation
fem dat sg (attic ionic)
καινίζω
make new
aor subj act 3rd sg (epic)
καινίζω
make new
fut ind mid 2nd sg
καινίζω
make new
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κτητορικός — ή, ό (Μ κτητορικός, ή, όν) [κτήτωρ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κτήτορα («τὸ δὲ νῡν βασιλικὸν ἀρίστευμα καινίσει μὲν καὶ τὸ πάλαι κτητορικὸν ὄνομα», Ευστ.) 2. αυτός που προέρχεται από τον κτήτορα (α. «κτητορική μονή» η μονή που έχει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”